- ασαβούρωτος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν έχει σαβούρα, ο ανερμάτιστος, ο επιπόλαιος (κυριολ. και μτφ.): Το καΐκι είναι ασαβούρωτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ασαβούρωτος — η, ο 1. α) αυτός που δεν έχει σαβούρα ή έρμα β) (για πλοίο) ο ανερμάτιστος 2. ο νηστικός 3. ο επιπόλαιος («ασαβούρωτο μυαλό») … Dictionary of Greek